Βιοχημικός Έλεγχος

Τι είναι ο βιοχημικός έλεγχος;

Είναι ο έλεγχος μερικών βιοχημικών ουσιών που εμπεριέχονται στο σπερματικό υγρό, οι οποίες εκκρίνονται από τα επικουρικά σεξουαλικά όργανα που περιλαμβάνουν κυρίως τον προστάτη, τις σπερματοδόχες κύστεις, τους βολβοοτρηθραίους αδένες και τις επιδιδυμίδες.

iatriko_rodou_biochimika_spermatos

Το σπέρμα λοιπόν πηγάζει από τους όρχεις, «ταξιδεύει» μέσω των επιδιδυμίδων στους σπερματικούς πόρους , αναμιγνύεται με υγρά από τον προστάτη, τις σπερματοδόχους κύστεις και τους ουρηθρικούς αδένες προτού βγει από την ουρήθρα κατά την εκσπερμάτιση. Η σύστασή του αποτελείται κατά βάση από ένα υγρό πλούσιο σε φρουκτόζη (65-70%) ενώ το υπόλοιπο 25 με 30% είναι ένζυμα, κιτρικό οξύ, λιπίδια, όξινη φωσφατάση, πρωτεΐνη, φώσφορο, ασβέστιο, μαγνήσιο, ουρικό οξύ, γαλακτικό οξύ και άλλα θρεπτικά συστατικά. Το λευκό χρώμα του σπέρματος οφείλεται στην παρουσία των 4 πρώτων συστατικών που αναφέρθηκαν και προέρχονται από τον προστάτη.

Οι ουσίες αυτές είναι απαραίτητες για τη σωστή φυσιολογία του σπέρματος και επικουρικά συνεισφέρουν σημαντικά στην επιβίωση των σπερματοζωαρίων στα πρώτα λεπτά (30-60 λεπτά) μέσα στον κόλπο της γυναίκας. Ο προστάτης προσφέρει την όξινη προστατική φωσφατάση, το κιτρικό οξύ, την τρανσπεπτιδάση του γ-γλουταμυλίου, τον ψευδάργυρος και το μαγνήσιο στο σπερματικό υγρό. Ένας αξιόπιστος δείκτης της λειτουργία των σπερματοδόχων κύστεων είναι η μέτρηση των επιπέδων φρουκτόζης και προσταγλανδίνων, ενώ η λειτουργία των επιδιδυμίδων ελέγχεται αποτελεσματικά με τη μέτρηση των επιπέδων της ουδέτερης α-γλυκοσιδάσης (παράγεται αποκλειστικά από την επιδιδυμίδα), της L-καρνιτίνης και της γλυκεροφωσφοχολίνης (GPC).

Πότε πρέπει να γίνεται;

Ο έλεγχος των παραπάνω ουσιών είναι απαραίτητος:

  • όταν υπαρχει χαμηλός όγκος σπέρματος
  • όταν παρατηρείται ταχεία μείωση της κινητικότητας των σπερματοζωαρίων
  • όταν υπάρχει αζωοσπερμία
  • σε περιπτώσεις ανεξήγητης υπογονιμότητας
  • σε ύπαρξη κλινικής συμπτωματολογίας φλεγμονής στο σπέρμα
  • όταν υπάρχει υποψία απόφραξης της αποχετευτικής οδού του σπέρματος ή αγενεσίας (κληρονομική πάθηση κατά την οποία οι αποχετευτικές οδοί του σπέρματος δεν υπάρχουν).
  • όταν υπάρχει πιθανότητα δυσλειτουργίας των επικουρικών αδένων, κυρίως εάν ο άντρας έχει ιστορικό αλλεπάλληλων ή σοβαρών λοιμώξεων στο κατώτερο ουροποιητικό και γενετικό σύστημα.
  • σε επιλεγμένες περιπτώσεις ιδιοπαθούς (ανεξήγητης) υπογονιμότητας, όταν οι υπόλοιπες παράμετροι του σπέρματος είναι φυσιολογικές, ο άντρας θα πρέπει να ελεγχθεί και ως προς τις βιοχημικές παραμέτρους του σπέρματος.

Πως μας βοηθούν αυτές οι μετρήσεις?

Ένα δείγμα σπέρματος συνήθως έχει φυσιολογικά όγκο, περισσότερο από 1,5 ml. Υπάρχουν δείγματα όμως με πολύ μικρό όγκο – 0,3 ή 0,5 ml – που δεν έχουν επίσης καθόλου σπερματοζωάρια, παρουσιάζουν δηλαδή αζωοσπερμία. Όταν λοιπόν ο όγκος του δείγματος είναι τόσο μικρός υπάρχει περίπτωση να υπάρχει απόφραξη στο αναπαραγωγικό σύστημα του άνδρα, σε κάποιο σημείο της εκφορητικής οδού, με απλά λόγια να υπάρχει ένα «βουλωμένο» σωληνάκι. Ανάλογα με το σημείο της απόφραξης όμως δεν μπορούν να βρεθούν στην εκσπερμάτιση και τα υγρά που εκκρίνουν οι επιδιδυμίδες, ο προστάτης και οι σπερματοδόχες κύστεις. Για να βρεθεί το σημείο της απόφραξης ελέγχουμε στο δείγμα του σπέρματος αν υπάρχουν μόρια-δείκτες. Όπως π.χ.:

  • Στις περιπτώσεις της αζωοσπερμίας λοιπόν που το δείγμα του σπέρματος έχει καλό όγκο, γίνεται μέτρηση της α-γλυκοσιδάση. Αν υπάρχει απόφραξη στο ύψος της επιδιδυμίδας τότε η α-γλυκοσιδάση δεν υπάρχει στην εκσπερμάτιση και η μέτρηση του συγκεκριμένου δείκτη είναι μηδέν.
  • Στις περιπτώσεις που η απόφραξη βρίσκεται στους εκσπερματιστικούς πόρους το υγρό που παράγεται από τον προστάτη δεν μπορεί να περάσει, όπως και το υγρό από τις σπερματοδόχους κύστεις. Τότε η ποσότητα της όξινης φωσφατάσης στο σπερματικό πλάσμα θα είναι μηδέν και η μέτρηση της όξινης φωσφατάσης, όπως και η μέτρηση της φρουκτόζης σε αυτές τις περιπτώσεις δίνει ένα σαφές αποτέλεσμα απόφραξης.
  • Η φρουκτόζη προέρχεται από τις σπερματοδόχους κύστεις, που είναι μικροί σάκοι και παράγουν ένα υγρό που αποτελεί το 60-70% του όγκου της εκσπερμάτισης. Στις περιπτώσεις που η απόφραξη βρίσκεται στους εκσπερματιστικούς πόρους το υγρό που παράγεται από τις σπερματοδόχους κύστεις δεν μπορεί να περάσει. Τότε η ποσότητα της φρουκτόζης στο σπερματικό πλάσμα θα είναι μηδέν και η μέτρηση της φρουκτόζης σε αυτές τις περιπτώσεις δίνει ένα σαφές αποτέλεσμα απόφραξης.
  • Πιο αναλυτικά, ελέγχονται:
  • ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΠΕΡΜΑΤΟΖΩΑΡΙΩΝ:
  • Ακροσίνη. Είναι απαραίτητη για τη γονιμοποίηση. Βοηθά στην προσκόλληση του σπερματοζωαρίου στη διάφανη ζώνη και στη διείσδυση του στο ωάριο.
  • Φωσφοκινάση της κρεατίνης (CK). Είναι το ένζυμο που παίρνει μέρος στη σύνθεση και μεταφορά ενέργειας στα σπερματοζωάρια, ενισχύοντας την κινητικότητα και την ταχύτητα τους. (Τιμές αναφοράς: < 0.25 μονάδες CK/108 σπερματοζωάρια)
  • Ενεργείς ενώσεις οξυγόνου (ROS). προέρχονται  από τα σπερματοζωάρια και τα λευκοκύτταρα. Μπορεί  να προκαλέσει αλλαγές στην κυτταρική μεμβράνη και στο DNA των σπερματοζωαρίων.
  • Τριφωσφορική αδενοσίνη (ΑΤΡ).  Αποτελεί πηγή ενέργειας απαραίτητη για την κίνηση της ουράς.
  • ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΠΙΔΙΔΥΜIΔΑΣ.
  • Ουδέτερη α-γλυκοσιδάση. Μειώνεται όταν  υπάρχει απόφραξη της επιδιδυμίδας. (Τιμές αναφοράς >11mIU/εκσπερμάτιση)
  • L-καρνιτίνη.  Είναι ο φορέας των λιπαρών οξέων στο μιτοχόνδριο των σπερματοζωαρίων τα οποία χρησιμοποιούνται ως πηγή ενέργειας από αυτά. Με τον προσδιορισμό ττης μπορεί να εντοπιστεί η θέση της τυχόν απόφραξης. (Τιμές αναφοράς: 100-480 mg/dL)
  • ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΠΕΡΜΤΟΔΟΧΩΝ ΚΥΣΤΕΩΝ
  • Φρουκτόζη. Παρέχει την ενέργεια για την κίνηση των σπερματοζωαρίων (Τιμές αναφοράς: 150-450 mg/dL)
  • Προσταγλανδίνες (PGE1 & 2).  Βοηθούν τη μεταφορά του σπέρματος στο γεννητικό σύστημα της γυναίκας, ενισχύοντας την διείσδυση των σπερματοζωαρίων στην τραχηλική βλέννη. (Τιμές αναφοράς: 30 – 200 μg/mL)
  • ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗ
  • Ψευδάργυρος (Zn). Σταθεροποιεί τις  πρωτεΐνες  του σπέρματος. (Τιμές αναφοράς: > 156 μg/εκσπερμάτιση)
  • Κιτρικό οξύ. Συντελεί στη ρύθμιση του pH και χρησιμοποιείται ως δείκτης συμμετοχής του προστάτη. (Τιμές αναφοράς: > 52μmol/εκσπερμάτιση)
  • Όξινη φωσφατάση. Χρησιμοποιείται επίσης στην ιατροδικαστική ως εξέταση για την επιβεβαίωση παρουσίας σπέρματος. (Τιμές αναφοράς: > 200 IU/εκσπερμάτιση)
  • Προστατική φωσφατάση (PAP). Η συγκέντρωση της στο σπέρμα είναι 10,000 φορές  μεγαλύτερη από το αίμα.
  • Μαγνήσιο (Mg). (Τιμές αναφοράς: 4 – 25 mg/dL)

Ποια είναι η απαραίτητη προετοιμασία για την εξέταση;

Ισχύουν οι κανόνες για τη λήψη σπέρματος για σπερμοδιάγραμμα. Για τη σωστή λήψη δείγματος απαιτείται αποχή από εκσπερμάτιση 2-7 ημέρες. Οι επικουρικοί σεξουαλικοί αδένες παράγουν τις εκκρίσεις τους με αυξανόμενο ρυθμό κατά τη διάρκεια του σεξουαλικού ερεθισμού. Όσο μεγαλύτερο και εντονότερο είναι το σεξουαλικό ερέθισμα, τόσο καλύτερες ποιοτικά και ποσοτικά είναι οι παραγόμενες εκκρίσεις. Επομένως, η δειγματοληψία ύστερα από σεξουαλικό παιχνίδι θα έχει πιο αξιόπιστα αποτελέσματα από τις μετρήσεις που θα γίνουν σε δείγμα σπέρματος ύστερα από αυνανισμό στο εργαστήριο.

Παρουσία λοιμώξεων στο κατώτερο ουροποιογενετικό σύστημα, όπως ορχεο-επιδιδυμίτιδα, φλεγμονή των σπερματοδόχων κύστεων και προστατίτιδα, θα αλλοιώσουν τα αποτελέσματα, γι’ αυτό πρέπει πρώτα να θεραπευτούν, πριν προχωρήσει ο άντρας στην εξέταση. Παρομοίως, επεμβατικές πράξεις στην περιοχή, όπως αφαίρεση του ενός όρχεως (π.χ. λόγω κακοήθειας), βιοψία όρχεως, λήψη σπέρματος από την επιδιδυμίδα, βιοψία προστάτη κ.ά., πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τον θεράποντα ιατρό και να συνεκτιμώνται.

Πώς γίνεται η εξέταση;

Γίνεται στο δείγμα σπέρματος που θα φέρει ο εξεταζόμενος στο ιατρείο για το σπερμοδιάγραμμα.